- ἐργασίμου
- ἐργάσιμοςto be workedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χασομέρι — το, Ν 1. το να περνά κανείς τον καιρό του χωρίς να εργάζεται 2. (ειδικότερα) απώλεια εργάσιμου χρόνου 3. χρονοτριβή, καθυστέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. χασο (< θ. χασ τού αορ. τού ρ. χάνω + συνδετικό φωνήεν ο ) + μέρα] … Dictionary of Greek
Καλογεράς, Άγγελος — (1903 – 1971). Πολιτικός μηχανικός και πανεπιστημιακός. Εργάστηκε ως μηχανικός διαφόρων εταιρειών καθώς και του δημοσίου και διετέλεσε από το 1962 τακτικός καθηγητής του Eθνικού Mετσόβιου Πολυτεχνείου. Αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε διάφορους… … Dictionary of Greek